- ασπιδόσπερμα
- (aspidosperma). Ρωμαλέο δέντρο της οικογένειας των αποκυνιδών, ιθαγενές της δυτικής Αργεντινής. Έχει λευκάζοντα και ευθύ κορμό, με νεαρούς λεπτούς βλαστούς που κλίνουν προς τα κάτω, όπως της κρεμοκλαδούς ιτιάς. Τα φύλλα της είναι επιμήκη, στιλπνά, δερματώδη, τοποθετημένα από τρία σε σπονδύλους, τα άνθη σωληνοειδή, μικρά, λευκά, σε επάκριους κορύμβους, ενώ ο καρπός είναι κεράτιο επίμηκες, πολύσπερμο.
Ο φλοιός, που έχει πικρή γεύση λόγω της περιεκτικότητάς του σε αλκαλοειδείς ουσίες, μεταξύ των οποίων κυριότερες είναι η ασπιδοσπερμίνη και η κουβραχίνη, έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται σε παρασκευάσματα κατά της δύσπνοιας, καρδιακής και πνευμονικής φύσης. Στις χώρες καταγωγής ο φλοιός χρησιμοποιείται πολύ ως αντιπυρετικό, ενώ τα φύλλα, πλούσια σε τανίνες, χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία.
To ξύλο του, λευκό, σκληρό και συμπαγές, είναι πολύτιμο για την επιπλοποιία, την ξυλογλυπτική κλπ. Γνωστό στο εμπόριο με το αργεντινό όνομα κουεμπράχο μπλάνκο, ξεχωρίζει από το ερυθρό ξύλο (κουεμπράχο ρόσο)της σχίνοψηςτης λορέντσιας, που είναι δέντρο της Κεντρικής Αμερικής. Το ξύλο της τελευταίας είναι πάρα πολύ σκληρό και πλούσιο σε τανίνες, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται, μαζί με το ξύλο της καστανιάς, στη βυρσοδεψία.
Ξυλεία ασπιδόσπερμου στην Αργεντινή, ο φλοιός του οποίου χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και τα φύλλα του στην κατεργασία δερμάτων (φωτ. Sef).
Dictionary of Greek. 2013.